- μελικτάς
- μελικτάς1 singer (of dolphins?) μελικτὰς ὁδοιπόρους θαλάσσας (Meineke: μέλιγγας ὄλοιτο παῖς Hesych., Pindaro tribuit Latte) ?fr. 340.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μελικτάς — μελικτά̱ς , μελικτής singer masc acc pl (doric) μελικτά̱ς , μελικτής singer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικτής — μελικτής, δωρ. τ. μελικτάς, ὁ (Α) [μελίζω] 1. αοιδός, μουσικός, τραγουδιστής 2. (ειδικά) αυλητής («ἐγὼ δέ τις εἰμὶ μελικτὰς κεὖ μὲν τά Γλαύκας ἀγκρούομαι», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek